- θηρεύτρια
- θηρεύτρια, ἡ, die Jägerin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηρεύτρια — θηρεύτρια, ἡ (Α) βλ. θηρευτήρ … Dictionary of Greek
θηρευτής — ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) [θηρεύω] 1. κυνηγός 2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτι αρχ. 1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» η… … Dictionary of Greek
θηρευτήρ — θηρευτήρ, ό και θηλ. θηρεύτρια (Α) [θηρεύω] 1. ο θηρευτής, ο κυνηγός 2. (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική … Dictionary of Greek
θηρότις — θηρότις, ἡ (Α) θηρεύτρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, επίθ. κατά το αγρότις] … Dictionary of Greek
κυνηγέτης — κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, ιδος και κυνηγέτρια, ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ. β. «ἡμᾱς δεῑ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον… … Dictionary of Greek
θηρευτής — ο θηλ. θηρεύτρια 1. κυνηγός: Θηρευτής άγριων ζώων. 2. αυτός που επιδιώκει κάτι: Θηρευτής ερωτικών υποθέσεων. – Θηρευτής της αλήθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)